- δαιμονίζεται
- δαιμονίζομαιfate appointedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣситисѧ — БѢ|СИТИСѦ (47), ШОУСѦ, СИТЬСѦ гл. 1.Быть одержимым бесом, быть в состоянии сумасшествия: Главизна •з҃• о имоуштиихъ подроужиѥ бѣсѩштесѩ. и того ради хотѩштиихъ. иноу по˫ати. (δαιμονιζομένην) КЕ XII, 12а; Аще къто вѣрьнъ бѣситьсѩ. или подобаѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)